επίσκυρος

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156

Greek Monolingual

ἐπίσκυρος, ὁ (Α)
1. παιχνίδι δύο αντίπαλων ομάδων με μπάλα
2. άρχοντας, κυβερνήτης.