επισυγκροτώ

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

ἐπισυγκροτῶ, -έω (Α)
συγκεντρώνω στρατιώτες και τους συγκροτώ σε σώμα.