επτάεδρος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει επτά έδρες
(«επτάεδρο σχήμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επτάεδρο
πολύεδρο με επτά επιφάνειες.