ετοιμοεγρήγορος

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

ἑτοιμοεγρήγορος, ὁ (Μ)
(για ύπνο) ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + εγρήγορος].