ημερώον

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

ἡμερῷον, τὸ (Μ)
ημεροφυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + -ῴον κατά το υπερῴον (< αμάρτυρο επίρρ. υπέρω < υπέρ κατά τα άνω, κάτω + κατάλ. -ιον)].