ηρυγγίς

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

ἠρυγγίς, -ίδος, ή (Α) ήρυγγος
αυτός που ανήκει στην ήρυγγο («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.).