ηχικός
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
ἠχικός, -ή, -όν (Α) ήχος
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικός Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.).