θαλασσοπλοΐα

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420

Greek Monolingual

η
το να ταξιδεύει κανείς διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσόπλους. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη].