θοροῦμαι

From LSJ

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source

Greek Monotonic

θοροῦμαι: μέλ. του θρῴσκω.

Russian (Dvoretsky)

θοροῦμαι: fut. к θρῴσκω.