ικετευτικός
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἱκετευτικός, -ή, -όν) ικετεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός.
επίρρ...
ικετευτικώς και -ά (Α ἱκετευτικῶς)
με ικετευτικό τρόπο.