ινοειδής

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

ἰνοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίνες, ο ινώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + -ειδής].