ιπποφαές
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
το (Α ἱπποφαές)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας ελαιαγνίδες
αρχ.
1. το φυτό ευφόρβιον το ακανθόθαμνον
2. το φυτό ιππόφαιστον
3. είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φαές, ουδ. του -φαής < φάος, φῶς].