ισαθάνατος

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

ἰσαθάνατος, -ον (Α)
ίσος, όμοιος προς τους αθάνατους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἀθάνατος.