καλεῦντο

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monotonic

καλεῦντο: Δωρ. αντί ἐκαλέοντο, γʹ πληθ. Παθ. παρατ. του επόμ.