καρδιόσχημος
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -σχημος (< σχῆμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ιάκωβο Χ. Δραγάτση].