καρύλιο

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. ο τροχίσκος που έχει αυλακωτή περιφέρεια και περιστρέφεται στους τροχίλους.