κατάψυκτος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek (Liddell-Scott)

κατάψυκτος: -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.

Greek Monolingual

κατάψυκτος, -ον (Μ) καταψύχω
αυτός που επιδέχεται κατάψυξη, ο δεκτικός καταψύξεως.