κατάψυκτος
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek (Liddell-Scott)
κατάψυκτος: -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
Greek Monolingual
κατάψυκτος, -ον (Μ) καταψύχω
αυτός που επιδέχεται κατάψυξη, ο δεκτικός καταψύξεως.