καταδυνάστευση

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

η
καταδυναστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδυναστεύω. Η λ., στον λόγιο τ. καταδυνάστευσις, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο].