καταμωκώμαι

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

καταμωκῶμαι, -άομαι (Α)
χλευάζω κάποιον υπερβολικά («ἐγγελῶν δὲ ὁ Ἀχαιμένης καὶ τοῦ Θεαγένους καταμωκώμενος», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μυκῶμαι «χλευάζω»].