κεχριμπάρι

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source

Greek Monolingual

το (Μ κεχριμπάρι)
1. το ήλεκτρο
2. χαρακτηρισμός αυτού που έχει το χρώμα του ήλεκτρου («κρασί κεχριμπάρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kehribar < αραβ. kahrubā «αυτό που έλκει άχυρα»].