κηπόπολη

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

και, εσφ., κηπούπολη, η
πόλη με πολλούς κήπους, συνοικισμός επαύλεων καθεμιά από τις οποίες έχει κήπο.