ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
ὁαυτός που κατασκευάζει κιγκλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιγκλίς, -ίδος + -ποιός (< ποιῶ)].