κιγκλιδοποιός

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual


αυτός που κατασκευάζει κιγκλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιγκλίς, -ίδος + -ποιός (< ποιῶ)].