λαμνοκόπος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ο
κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμνω + -κόπος].