λιάστρα

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

και ηλιάστρα, η [[[λιάζω]] (III)]
συσκευή που χρησιμεύει για την έκθεση καρπών και αποξήρανσή τους στον ήλιο, αλλ. λιασταριά.