λουτρούμαι
From LSJ
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
Greek Monolingual
λουτροῦμαι, -όομαι (Α) λουτρόν
υποβάλλομαι σε λουτροθεραπεία.
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
λουτροῦμαι, -όομαι (Α) λουτρόν
υποβάλλομαι σε λουτροθεραπεία.