μακρώνω

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

μακρώνω (Μ) μακρός
μεσ. μακρώνομαι
απλώνομαι.