μαυρόπτερος

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

και μαυρόφτερος, -η, -ο (Μ μαυρόπτερος, -η, -ον)
αυτός που έχει μαύρα φτερά.