μεμήλει
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
Greek Monotonic
μεμήλει: Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του μέλω.
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
μεμήλει: Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του μέλω.