μεταχειριστέον
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
Greek (Liddell-Scott)
μεταχειριστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μεταχειρίζομαι, δεῖ μεταχειρίζεσθαι, ἀμπέλους Γεωπ. 7. 18· μεταφ., Ἀριστ. Ρητορ. πρὸς Ἀλέξ. 39, 3. Κλήμ. Ἀλ. 151.