μητροκεντρικός

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «μητροκεντρική οικογένεια»
(κοινων.-ανθρωπολ.) τύπος μονογονεϊκής οικογένειας που αποτελείται από τη μητέρα και τα ανήλικα παιδιά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση του αγγλ. matrifocal family].