μητροξάδελφος

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

ο (Μ μητροξάδελφος)
εξάδελφος της μητέρας ή εξάδελφος από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ξάδελφος].