μιλιταριστής
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
Greek Monolingual
ο, θηλ. μιλιταρίστρια
οπαδός του μιλιταρισμού, στρατοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. militariste (βλ. μιλιταρισμός)].