μοναξά

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

(I)
μοναξά, ἡ (Μ)
βλ. μοναξιά.
(II)
μοναξά (Μ)
επίρρ. βλ. μοναξός.