μυογλοία

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

η
(ιστολ.)
το σύνολο τών μυϊκών ινιδίων τών λείων μυών, τα οποία αποτελούν το βασικό υπόστρωμα αυτών τών μυών.