ναυτοδικείο

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

το
στρατιωτικό δικαστήριο το οποίο συγκροτείται από αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού και δικάζει σε πρώτο βαθμό τα παραπτώματα αξιωματικών και οπλιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτοδίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].