νιάσιμο

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

το
1. η πρώτη άροση χέρσου αγρού, το νιά(σ)μα
2. (γενικά) άροση, όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεάσ-ιμο < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ»].