ξέση

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek Monolingual

η (Α ξέσις)
ξύσιμο, σκάλισμα, λείανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ρ. ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α].