ξεπέζεμα

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

το ξεπεζεύω
η κάθοδος του ιππέα από τον ίππο, η αφίππευση.