Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
ξεπλανεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλανῶ (αόρ. ἐξ-επλάνησα) βλ. και λ. ξ(ε)-].