ξεχασιάρης

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

-α, -ικο ξεχασιά
1. αυτός που ξεχνά εύκολα, που έχει αδύνατη μνήμη
2. αφηρημένος.