οίριος

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

οἴριος (Μ)
(κατά τον Θεόγνωστο) «ἀποστερητής».