ολιγοχώρητος

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

ὀλιγοχώρητος, -ον (Α)
μικρός στην έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + χωρῶ].