ομόφλοιος
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Greek Monolingual
ὁμόφλοιος, -ον (Α)
βλ. ομοιόφλοιος.
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
ὁμόφλοιος, -ον (Α)
βλ. ομοιόφλοιος.