οπισθόκομος
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀπισθόκομος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθόκομος
ζωολ. το μοναδικό γένος εξωτικών πτηνών της οικογένειας cuculidae της Νότιας Αμερικής
αρχ.
αυτός που έχει μακριά μαλλιά ριγμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσό-κομος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. opisthocome].