ορεοφύλαξ
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
ὀρεοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. φύλακας ορεινών τόπων
2. ερημοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.