Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραβγαίνω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

1. βγαίνω έξω περισσότερες φορές από ό,τι πρέπει ή μένω έξω από το σπίτι περισσότερη ώρα από το κανονικό
2. μτφ. α) συναγωνίζομαι κάποιον, αναμετρούμαι, αμιλλώμαι
β) νικώ κάποιον σε συναγωνισμό.