παραεξουσία

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η
άτομα που δρουν, άτυπα ή οργανωμένα, παράλληλα υπό την σκιά ή την κάλυψη μιας εξουσίας και τήν επηρεάζουν στις αποφάσεις της.