παρώθηση
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
Greek Monolingual
η παρωθώ
1. η ώθηση προς τα μπρος
2. παρότρυνση, παρακίνηση.
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
η παρωθώ
1. η ώθηση προς τα μπρος
2. παρότρυνση, παρακίνηση.