Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
ο1. (στον Ερωτόκρ.) πεζός στρατιώτης2. αυτός που πορεύεται πεζός, πεζοπόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -λάτης].