περκόμορφοι
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
οι, Ν
η μεγαλύτερη τάξη ψαριών της θάλασσας, ὁπως είναι οι τόννοι, τα σκουμπριά, οι ξιφίες κ.ά., και τών γλυκών νερών, ὁπως είναι οι πέρκες και τα ηλιόψαρα, με 6.000 και πλέον είδη που έχουν παγκόσμια εξάπλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. perciformes (< πέρκα + forme «μορφή»)].